σχηματικῶς

σχηματικῶς
σχηματικός
pertaining to phases
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σχηματικός — ή, ό / σχηματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σχήμα, ήματος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχήμα νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στη γραφική παράσταση ενός αντικειμένου 2. αυτός που εικονίζεται, που παριστάνεται με σχήμα («σχηματική περιγραφή» πρόχειρη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”